- σποδεύνης
- και δωρ. τ. σποδεύνας, ὁ, Ααυτός που κοιμάται δίπλα στο τζάκι («ὁ ἐν σποδῷ καὶ πυρᾷ εὐναζόμενος παρὰ τῆς μητρός», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + -εύνης (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χλο-εύνης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σποδεύνας — σποδεύνᾱς , σποδεύνης lying on ashes masc acc pl σποδεύνᾱς , σποδεύνης lying on ashes masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
σποδεύνας — ου, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σποδεύνης … Dictionary of Greek